- σχιζοφρένεια
- schizophrénie
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καταληψία — (Ιατρ.). Παθολογική κατάσταση παρόμοια με ύπνωση, κατά τη διάρκεια της οποίας ο ασθενής δεν εμφανίζει εθελούσια κινητικότητα, ενώ τα διάφορα τμήματα του σώματός του μπορούν να λάβουν παθητικά θέσεις, οι οποίες, αν και παράδοξες και άβολες,… … Dictionary of Greek
κατατονία — Έντονη κινητική διαταραχή που συνοδεύει συνήθως τη σχιζοφρένεια. Περιλαμβάνει ανώμαλες κινήσεις και στάσεις και διακρίνεται σε υπερκινητική και υποκινητική μορφή. Στα χαρακτηριστικά της κ. συμπεριλαμβάνονται η έλλειψη έκφρασης του προσώπου, η… … Dictionary of Greek
ψύχωση — Κατάσταση που χαρακτηρίζεται από μερική ή και πλήρη αποδιοργάνωση της προσωπικότητας ενός ατόμου. Η κατάσταση αυτή, –έμμονες ιδέες ή ψυχοπάθειες–, αναγκάζει το άτομο να συμπεριφέρεται με τρόπους όχι φυσιολογικούς. Η ψ. είναι 2 ειδών: ενδογενής… … Dictionary of Greek
αποσύνδεση των ιδεών — Έλλειψη εναρμόνισης μεταξύ σκέψης και αισθητικότητας, που αντιπροσωπεύει την πιο σημαντική διεργασία της διανοητικής ασθένειας· οι ιδέες αποσυνδέονται από τις συγκινήσεις, οι συγκινήσεις από την έκφραση, η συμπεριφορά από τις προθέσεις που την… … Dictionary of Greek
Γκάθρι, Γούντι — (Woodrow Wilson «Woody» Guthrie,Όκεμαχ, Οκλαχόμα 1912 – Νέα Υόρκη 1967). Αμερικανός μουσικός. Υπήρξε ένας από τους βασικούς και αρχικούς εκπροσώπους της αμερικανικής φολκ μουσικής, η οποία γνώρισε την ακμή της στη δεκαετία του 1960. Το 1931… … Dictionary of Greek
εργοτίνη — Αλκαλοειδές που παράγεται από τον φυτοπαθογόνο μύκητα Claviceps purpurea. Ο μύκητας αυτός προκαλεί τη σκωρίαση των σιτηρών. Προσβάλλει τα φυτά στο στάδιο της ανθοφορίας, καθώς εμφανίζεται στις ωοθήκες των λουλουδιών που πρόκειται φυσιολογικά να… … Dictionary of Greek
ηρεμιστικά — Ψυχοφάρμακα ή ψυχοτρόπα φάρμακα, δηλαδή φάρμακα που επηρεάζουν τις ψυχικές λειτουργίες και τη συμπεριφορά. Διακρίνoνται δύο κατηγορίες: τα μεγάλης δραστικότητας (φαινοθειαζίνες κλπ.) και τα απλά (βενζοδιαζεπάμη κλπ.). Τα πρώτα έχουν πολλές άλλες… … Dictionary of Greek
μανιοκατάθλιψη — Ψυχική ασθένεια η οποία χαρακτηρίζεται από ασυνήθιστες διακυμάνσεις διάθεσης, ενεργητικότητας και απόδοσης. Ονομάζεται και διπολική διαταραχή Οι διακυμάνσεις αυτές είναι σαφώς εντονότερες από αυτές που παρουσιάζονται φυσιολογικά και μπορεί να… … Dictionary of Greek
νευρική ανορεξία — Παθολογική κατάσταση, που –οδηγώντας κυριολεκτικά σε λιμοκτονία– μπορεί να καταλήξει σε θάνατο. Είναι μια διαταραχή ψυχολογική, κατά την οποία το άτομο που υποφέρει πιστεύει ότι είναι υπέρβαρο, παρά το γεγονός ότι είναι επικίνδυνα αδύνατο. Το… … Dictionary of Greek
Φιλύρας, Ρώμος — (ψευδώνυμο του Γιάννη Οικονομόπουλου, Δερβένι Κορινθίας 1888 – Αθήνα 1942). Ποιητής. Εγκαταστάθηκε νωρίς στην Αθήνα, όπου σπούδασε νομικά. Εργαζόταν ως συντάκτης σε εφημερίδες της πρωτεύουσας, ενώ παράλληλα δημοσίευσε στα περιοδικά ποιήματά του,… … Dictionary of Greek